παραδοξολογία

παραδοξολογία
η
το να λέει κανείς ή να κάνει παράδοξα, παράξενα, περίεργα, απίθανα, φανταστικά πράγματα, αλλ. παραδοξολόγημα: Δεν πείθει κανένα, γιατί τα όσα λέει είναι παραδοξολογίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραδοξολογία — παραδοξολογίᾱ , παραδοξολογία tale of wonder fem nom/voc/acc dual παραδοξολογίᾱ , παραδοξολογία tale of wonder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογίᾳ — παραδοξολογίαι , παραδοξολογία tale of wonder fem nom/voc pl παραδοξολογίᾱͅ , παραδοξολογία tale of wonder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογία — η, ΝΜΑ [παραδοξολόγος] νεοελλ. 1. η περιγραφή απίθανων, φανταστικών πραγμάτων 2. ο παράδοξος λόγος μσν. αρχ. η αφήγηση θαυμαστών, εκπληκτικών πραγμάτων αρχ. η προτίμηση ή η χρήση τών θαυμαστών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • παραδοξολογίας — παραδοξολογίᾱς , παραδοξολογία tale of wonder fem acc pl παραδοξολογίᾱς , παραδοξολογία tale of wonder fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογίαι — παραδοξολογία tale of wonder fem nom/voc pl παραδοξολογίᾱͅ , παραδοξολογία tale of wonder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογίαν — παραδοξολογίᾱν , παραδοξολογία tale of wonder fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογιῶν — παραδοξολογία tale of wonder fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογίαις — παραδοξολογία tale of wonder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αλλοκοτιά — η (Α ἀλλοκοτία) [ἀλλόκοτος] παραδοξότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία νεοελλ. 1. παραδοξολογία 2. παραλογισμός, εξωφρενικότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”